- πατσομύτης
- οαυτός που έχει πλατιά, πλατσουκωτή μύτη, πλακομύτης, πλατσουκομύτης, πλατσομύτης, πατσουρός, πατσός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατσός + -μύτης (< μύτη), πρβλ. κοκκινο-μύτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πατσουρομύτης — ο πατρουρός, πατσός, πατσομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. πατσουρός + μύτης (< μύτη), πρβλ. κοκκινο μύτης] … Dictionary of Greek
πατσουρός — ο πατσουρομύτης, πατσός, πατσομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατσός + ουρός)] … Dictionary of Greek
πατσός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 490 μ.) στην πρώην επαρχία Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (9 τ. χλμ.). * * * ο πατσομύτης, πατσουρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. προέρχεται από το ρ. πατώ] … Dictionary of Greek